- Ρήγας Βελεστινλής
- (Βελεστίνο 1757 – Βελιγράδι 1798). Πρόδρομος και πρωτομάρτυρας του απελευθερωτικού Αγώνα και ο πιο χαρακτηριστικός τύπος λογίου, που συνδύασε άμεσα το κήρυγμα του διαφωτισμού με την επαναστατική δράση. Πολύ λίγες ιστορικές ειδήσεις έχουμε για τη ζωή του κατά την πριν από το 1788 περίοδο. Αν αγνοήσουμε τις μεταγενέστερες παραδόσεις, που τον παρουσιάζουν ως επαναστάτη από τη νεανική του ήδη ηλικία, το πιο πιθανό είναι ότι ο Ρ. έζησε περίπου μέχρι τα 20 χρόνια του στη Θεσσαλία, όπου, φαίνεται, έμαθε αρκετά γράμματα. Το 1780 περίπου εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ως έμπορος αρχικά κι αργότερα ως γραμματικός, στο αρχοντικό του άλλοτε ηγεμόνα της Βλαχίας Αλέξανδρου Υψηλάντη, πάππου του ομώνυμου ηγέτη της Ελληνικής Επανάστασης. Εκεί είχε ο Ρ. την ευκαιρία να συμπληρώσει τη μόρφωση του και να γνωριστεί με τη φαναριωτική κοινωνία. Το 1788 –πάνω στην ένταση του πολέμου των Τούρκων με τους Ρώσους και τους Αυστριακούς– ο Ρ. βρίσκεται ήδη στη Βλαχία, ως γραμματικός του σκληροτράχηλου ηγεμόνα Νικολάου Μαυρογένη, τον οποίο όμως ο Ρ. εγκαταλείπει, όταν οι σύμμαχοι Αυστρορώσοι μπαίνουν στο Βουκουρέστι. Τον παίρνει τότε στην υπηρεσία του κάποιος ελληνικής καταγωγής βαρώνος De Langefeld, τον οποίο ο Ρ. συνοδεύει το 1790 στη Βιέννη. Στους 6 μήνες της παραμονής του στην αυστριακή πρωτεύουσα ο Ρ. τυπώνει τα δύο πρώτα του βιβλία: το Σχολείον των ντελικάτων εραστών, συλλογή διηγημάτων μεταφρασμένων από τα γαλλικά, και το Φυσικής Απάνθισμα, εγχειρίδιο αστρονομίας και φυσιογνωσίας. Προαναγγέλλει ακόμα την έκδοση μιας ελληνικής μετάφρασης του περίφημου έργου του Μοντεσκιέ Το πνεύμα των νόμων. Και τα τρία αυτά έργα είναι ενδεικτικά του δρόμου που έχουν πάρει οι πνευματικές αναζητήσεις του νεαρού Ρ.: γαλλική λογοτεχνία –φτηνή ίσως, αλλά χαριτωμένη και πάντως αντιπροσωπευτική των «νέων ηθών» μιας απελευθερωμένης από τον πουριτανισμό κοινωνίας– φυσικές επιστήμες, που αποτελούσαν την αφετηρία της φιλοσοφίας του διαφωτισμού, και πολιτικός φιλελευθερισμός, του οποίου κύριος θεωρητικός υπήρξε ο Μοντεσκιέ. Ώστε, αν και οι προσδοκίες του –όπως και όλων των Ελλήνων– για μια ενδεχόμενη πολιτική μεταβολή στον χώρο της Βαλκανικής στηρίζονταν στους Αυστρορώσους, πνευματικά όμως ο Ρ. φαίνεται προσανατολισμένος στη μακρινή Γαλλία, κοιτίδα και πρωτοπόρο του διαφωτιστικού κινήματος. Λίγο αργότερα, όταν οι προσδοκίες των υποδούλων διαψεύδονται με τη ρωσοτουρκική συνθήκη του Ιασίου (1792) κι όταν η επανάσταση αρχίζει να «εξάγεται» από τη Γαλλία στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ο Ρ. είναι πια ώριμος για να συλλάβει αμέσως το μήνυμα των καιρών: προσανατολίζεται ολοκληρωτικά στη «δημοκρατική και τυραννομάχο» Γαλλία. Τα τελευταία χρόνια της παραμονής του στη Βλαχία (1791-1796) είναι περίοδος εντατικής προετοιμασίας του διαφωτιστικού κι επαναστατικού του προγράμματος. Μελετά τους κλασικούς του διαφωτισμού (Βολτέρο, Ρουσό κλπ.), παρακολουθεί τις ειδήσεις και την αρθρογραφία του ευρωπαϊκού τύπου, καλλιεργεί στενές σχέσεις με Γάλλους πράκτορες στις ηγεμονίες κι ακόμα υπηρετεί για μια περίοδο ως διερμηνέας στο γαλλικό προξενείο του Βουκουρεστίου. Συγχρόνως οργανώνει το υλικό των εθνεγερτικών εντύπων που σχεδιάζει να δημοσιεύσει. Όταν την άνοιξη του 1796 ο Βοναπάρτης περνά τις Άλπεις και κατεβαίνει στην Ιταλία προκηρύσσοντας «την απελευθέρωση των λαών από τους τυράννους των», ο Ρ. φαίνεται πια ασυγκράτητος. Είναι βέβαιος ότι η μεγάλη στιγμή πλησιάζει. Τον Αύγουστο του 1976 ξεκινά για τη Βιέννη, όπου θα μείνει μέχρι τον Δεκέμβριο του 1797. Μέσα στους δεκαέξι αυτούς μήνες αναπτύσσει μια καταπλητική εκδοτική, πολιτική και συνωμοτική δραστηριότητα. Εκτός από ένα τόμο με διηγήματα (Ηθικός Τρίπους, 1797), που ήταν, φαίνεται, νεανικά του μεταφραστικά γυμνάσματα, δημοσιεύει τη Νέα χάρτα της Βλαχίας (1797), τη Γενική χάρτα της Μολδαβίας (1797) και τη μεγάλη Χάρτα της Ελλάδος (1797). Ο σκοπός της τελευταίας αυτής «χάρτας», που καλύπτει ολόκληρη σχεδόν τη Βαλκανική και τη δυτική Μικρά Ασία, είναι φανερά εθνεγερτικός: να συσχετιστεί παραστατικά ο αρχαίος και ο βυζαντινός με τον νεότερο ελληνισμό. Τον ίδιο σκοπό είχε και η μετάφραση –από τον Ρ. και την παρέα του– του πολύτιμου έργου του J. Barthιlemy Νέος Ανάχαρσις (1797), φανταστικό ταξίδι στην αρχαία Ελλάδα. Στο μεταξύ όλο το καλοκαίρι του 1797 –όταν οι Γάλλοι αποβιβάζονται στην Επτάνησο– ο Ρ. εργάζεται εντατικά για την ολοκλήρωση των επαναστατικών του προπαρασκευών: στέλνει ένα μήνυμα στον Βοναπάρτη, επικοινωνεί με φίλους και οπαδούς στις ελληνικές παροικίες της Αυστρουγγαρίας και της Ιταλίας και τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου τυπώνει κρυφά το επαναστατικό του μανιφέστο, ένα μεγάλου σχήματος τετρασέλιδο, που περιλαμβάνει, εκτός από τον γνωστό Θούριο, μια επαναστατική Προκήρυξη των λαών «όσοι στενάζουν υπό την δυσφορωτάτην τυραννίαν του οθωμανικού βδελυρωτάτου δεσποτισμού», και κυρίως τη «Νέαν Πολιτικήν Διοίκησιν των κατοίκων της Ρούμελης, της Μ. Ασίας, των Μεσογείων Νήσων και της Βλαχομπογδανίας». Το τελευταίο αυτό κείμενο, που βασίζεται στις αρχές του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και στο Γαλλικό Σύνταγμα του 1793, περιλαμβάνει 35 γενικά άρθρα περί των «Δικαίων του Ανθρώπου και του Πολίτου» και 124 άρθρα του Συντάγματος της «Ελληνικής Δημοκρατίας», όπως ονομάζει ο Ρ. το πολυεθνικό κράτος που οραματίζεται. Ετοιμάζει ακόμα ένα Εγκόλπιον με στρατιωτικούς κανονισμούς, μια «Δημοκρατικήν Κατήχησιν» κι ένα πολεμικό εμβατήριο, αλλά δεν μπορεί πια να περιμένει την εκτύπωσή του. Στέλνει στην Τεργέστη τα κιβώτια με το επαναστατικό μανιφέστο, τη Χάρτα κλπ. και κατεβαίνει κι ο ίδιος εκεί για να τα παραλάβει και να μπαρκάρει για την Ελλάδα (την Πρέβεζα ίσως ή τη Μάνη). Το ίδιο βράδυ όμως που φτάνει στην Τεργέστη συλλαμβάνεται από την αυστριακή αστυνομία, που –ειδοποιημένη από τον Κοζανίτη έμπορο Δημ. Οικονόμου– έχει ήδη στα χέρια της το «σώμα του εγκλήματος», τα επαναστατικά έντυπα. Ακολούθησαν πολλές συλλήψεις «συνενόχων»: στην Τεργέστη, στη Βιέννη, στην Πέστη, στο Σεμλίνο. Μια απόπειρα του Ρ. να αυτοκτονήσει και δυο-τρεις προσπάθειες του να προκαλέσει την παρέμβαση του Γάλλου προξένου είχαν ως αποτέλεσμα απλώς να επιβαρύνουν τη θέση του και να επιμηκύνουν τις ανακρίσεις, για τις οποίες ενδιαφέρθηκε και το ίδιο το συμβούλιο του στέμματος. Τελικά κρατήθηκαν μόνο ο Ρ. και άλλοι επτά «τουρκομερίτες» συνεργάτες του, οι οποίοι έναντι διπλωματικών και άλλων ανταλλαγμάτων παραδόθηκαν στις τουρκικές αρχές. Κλείστηκαν στο παραδουνάβιο φρούριο του Βελιγραδίου, όπου μετά σαράντα ημέρες (24 Ιουνίου 1798) στραγγαλίστηκαν από τους Τούρκους φρουρούς τους. Οι άλλοι επτά σύντροφοι και συμμάρτυρες του Ρ. ήταν οι: Ευστράτιος Αργέντης, έμπορος, από τη Χίο, ετών 31· Δημήτριος Νικολίδης, γιατρός, από τα Γιάννενα, ετών 32· Αντώνιος Κορωνιός, έμπορος και λόγιος, από τη Xio, ετών 27· Ιωάννης Καρατζάς, λόγιος, από την Κύπρο, ετών 31· Θεοχάρης Τουρούνζιας, έμπορος, από τη Σιάτιστα, ετών 22· Ιωάννης Εμμανουήλ, φοιτητής της ιατρικής, από την Καστοριά, ετών 24· και Παναγιώτης Εμμανουήλ, αδελφός του προηγούμενου, εμποροϋπάλληλος, ετών 22.
Το μαρτύριο του Ρ. είχε τεράστια απήχηση, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα της Ελλάδας και στις παροικίες του εξωτερικού. Τη σημασία της θυσίας του για το μέλλον του ελληνισμού πρόβλεψε προφητικά σχεδόν ο Κοραής ήδη από το 1798: « ... του αθώου αίματος η έκχυσις αύτη αντί του να καταπλήξη τους Γραικούς, θέλει μάλλον τους παροξύνει εις εκδίκησιν».
Αυτόγραφη σελίδα του Ρήγα από το πρωτόγραφο του έργου του «Φυσικής Απάνθισμα». Το πολύτιμο αυτό χειρόγραφο περισώθηκε χάρη στη φροντίδα κάποιου από τους Μετσοβίτες αδελφούς Ποστολάκα, μεγαλέμπορους άλλοτε στη Βιέννη. Δεμένο μαζί μ’ ένα έντυπο του «Απανθίσματος φυσικής» φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη.
Η μορφή του Ρήγα, που συνδέεται με την αγνότητα, την αγωνιστικότητα και το μαρτύριο («αγαθό παιδί της πατρίδας», τον αποκαλεί ο Μακρυγιάννης) συγκινούσε και γοήτευε πάντα το λαό. Εδώ, όπως τον είδε ο λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος «εξάπτοντα το φρόνημα των Ελλήνων» (Βόλος, οικία Κοντού).
Προσωπογραφία του Ρήγα Βελεστινλή.
Dictionary of Greek. 2013.